άλτσα

άλτσα
η
1. τεμάχιο δέρματος ή ξύλου που προστίθεται στο μπροστινό μέρος τού καλαποδιού για να προσαρμοστεί στα μέτρα τού ποδιού
2. σίδερο σε σχήμα πετάλου κάτω από τις φτέρνες τών παπουτσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alzo «κλισιοσκόπιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”